τμητοσίδηρος

τμητοσίδηρος
τμητοσίδηρος [pron. full] [ῐ], ον,
A cut down with iron,

ὕλη AP14.19

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τμητοσίδηρος — ον, Α κομμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος] …   Dictionary of Greek

  • τμητοσιδήρου — τμητοσίδηρος cut down with iron masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”